πότμος , ὁ (ΠΕΤ, πίπτω) , das, was ... ... , I. 1, 39; τύχα πότμου , P . 2, 56; πότμῳ σὺν εὐδαίμονι , Ol . 2, 18; πότμον ἀμπιπλάντες ὁμοῖον , ...
ζεύγνῡμι u. ζευγνύω , ζεύγνυε , Strat . 48 ( ... ... 945; μοναρχία ἐν γράμμασιν ἀγαϑοῖς ζευχϑεῖσα Plat. polit . 302 e; πότμῳ ζυγείς Pind. N . 7, 6 [ζευγν ...