κάσσος , ό, ἱμάτιον παχὺ καὶ τραχὺ περιβόλαιον , Hesych.; Arcad . 76, 16; s. κάσας .
κάσας , ὁ , nach Arcad . 24, 1 richtiger κασᾶς od. κασῆς geschrieben, der es τὸ πιλωτὸν ἱμάτιον erkl., wie ... ... . 34 (Fremdwort. Nach Hesych . ist κάς das Fell, vgl. κάσσος, κασσύω ).