... . II. ἐσάπην , conj . σαπήῃ , Il . 19, 27, σαπείς , u. perf . ... ... , verwesen, faul sein; χρὼς σήπεται , 24, 414; χρόα πάντα σαπήῃ , 19, 27; περὶ ῥινοῖο σαπείσης , Hes. Sc . ...