ἐπι-τηρέω , abpassen, ablauern, abwarten; νύκτα H. h. Cer . 245; Βορέαν Ar. Ach . 922; τὴν ϑεράπαιναν Lys . 1, 8. 16; ἐπιτηρῶν ὁπότε ἔμελλον ὁμολογήσειν Xen. Hell . 2, ...