γηθυλλίς , ίδος, ἡ , Eubul . u. Epicharm . ( γαϑυλλίδες δύο ) u. A. bei Ath . IX, 371 f; Nic. Al . 431; dim . von
κατ-αυλίζομαι , sich ... ... niederlassen; νῦν μὲν καταυλίσϑητε, καὶ γὰρ εὐφρόνη Eur. Rhes . 518; κατηυλίσϑησαν ἐν τῷ πεδίῳ Xen. An. 7, 5, 15; Sp ...