πνῖγος , τό , Erstickung, Erwürgung, bes. erstickende Hitze, Ar. Av . 726. 1091; ἐν κοίλῳ χωρίῳ ὄντας καὶ τὸ πνῖγος ἔτι ἐλύπει διὰ τὸ ἀστέγαστον , Thuc . 7, 87; Xen. Cyn . 4, 6; διὰ καύματος ...