ἐπι-πτυχή , ἡ, = ἐπίπτυγμα, ἔβαλεν ἐπὶ τὴν ἐπιπτυχὴν τοῦ ϑώρακος ἀκοντίσματι Plut. Pomp . 35, öfter; τριβώνιον ἔχων ταῖς ἐπιπτυχαῖς τῶν ῥακίων ποικίλον Luc. D. Mort . 1, 2, Flicklappen.