δαΐζω (vgl. δαίω ), fut . δαΐξω , pass ... ... καὶ τὰ μὲν ἕπταχα πάντα διςμοιρᾶτο δαΐζων , vom Eintheilen des Fleisches in Portionen; Ἑκτόρεον δὲ χιτῶνα περὶ στήϑεσσι δαΐξαι χαλκῷ ῥωγαλέον Iliad . 2, 416; ...