ΕἾΔος , τό (s. ΕἼΔΩ) , das in die ... ... 1) Ansehen, Gestalt ; Δύςπαρι, εἶδος ἄριστε Il . 3, 39; Νέστορι δίῳ εἶδός τε μέγεϑός τε φυήν τ' ἄγχιστα ὲῴκει , glich ihm an ...
ἄν , eine Partikel, welche im Deutschen durch kein einzelnes Wort übersetzt ... ... μοι τόδε ἔργον ὑποσχόμενος τελέσειεν δώρῳ ἔπι μεγάλῳ ; Od . 15, 195 Νεστορίδη, πῶς κέν μοι ὑποσχόμενος τελέσειας μῦϑον ἐμόν ; Nicht selten umschreibt man Wünsche ...
φυή , ἡ , Wuchs , Leibesgestalt, äußeres Ansehen, bes. ... ... ἔργα Il . 1, 115, vgl. Od . 5, 212; Νέστορι δίῳ εἶδός τε μέγεϑός τε φυήν τ' ἄγχιστα ἐῴκει Il . 2, ...
συμ-βάλλω (s. βάλλω ), 1 ... ... ξύμβλητο γεραιὸς Νέστωρ 14, 39, u. gew. mit dem dat ., Νέστορι δὲ ξύμβληντο , ib . 27, ἔνϑ' Ὕπνῳ ξύμβλητο , ib ...