γαστραία , ἡ , Hesych . u. Ath . IX, 369 a, Conj., lakon., = γογγυλίς , s. γάστρα.
όστρακίας , ὁ, = Vorigem. Bei Ath . XIV, 647 c eine Art Kuchen.
καναστραῖα , κοῖλά τινα ἀγγεῖα , Suid .
δειράς , άδος, ἡ , 1) Bergrücken, H. h. ... ... . 281; Pind. Ol . 8, 52 I. 1, 10; πετραια Soph. Ai . 682; plur., Ant . 826 u. a ...
γαστήρ , έρος , syncop. γαστρός , dat. plur . γαστράσι , Hippocr . γαστῆρσι, ἡ ; Hom . γαστήρ z. B. ... ... – In Lacedämon = γογγυλίς , Ath . IX, 369 a; s. γαστραία .