βαλβίς , ῖδος, ἡ , die Schranke in der Rennbahn, nach B. ... ... . 220 ξύλα δύο τῶν δρομέων, ἀφ' ὧν σχοινίον τι διατέταται, ὃ καλεῖται βαλβίς, ἵνα ἐντεῠϑεν ἐκδράμωσιν οἱ ἀγωνιζόμενοι , ähnl. andere VLL.; ἄφες ἀπὸ βαλβίδων ...