... ; 20, 346 μνηστῆρσι δὲ Παλλὰς Ἀϑήνη ἄσβεστον γέλω ὦρσε , v. l . γέλον ; 18, 350 ... ... δὲ γέλως ὦρτ' ἀϑανάτοισι ϑεοῖσιν , 326 und Iliad . 1, 599 ἄσβεστος δ' ἄρ' ἐνῶρτο γέλως μακάρεσσι ϑεοῖσιν . – In Prosa dat ...
... Il . 17, 423 u. öfter; ἄσβεστον γέλω , Od . 20, 346; vgl. Pind . ὦρσεν ... ... 3. Pers. ὄρωρε, ὀρώρῃ, ὀρώρει , oft, wie βοὴ δ' ἄσβεστος ὀρώρει , Il . 11, 500, was Ar. Pax 1153 ...
ἐν-όρνῡμι (s. ὄρνυμι ), ... ... ϑάρσος δ' ἐνῶρσε παντὶ στρατῷ Eur. Suppl . 713; pass ., ἄσβεστος δ' ἄρ' ἐνῶρτο γέλως ϑεοῖσιν Il . 1, 599, entstand unter ...