τραυματίζω , verwunden; τετραυματισμένον γὰρ ὡς κύων νεβρὸν ἐκμαστεύομεν , Aesch ... ... 237; Eur. Bacch . 762; Thuc . 4, 12. 129; τετραυματίκασι , Dem . 18, 155. Ion. τρωματίζω .