ὑπο-φῆτις , ἡ , fem . von ὑποφήτης , Ath . 590 e .
θεο-φήτης , = ὑποφήτης , Euseb. praep. ev . 5, 7.
ὑπο-φητεύω , ein ὑποφήτης sein, Luc. bis acc . 1 Philops . 6.
ὑπο-φητικός , ή, όν , zum ὑποφήτης od. seinem Amte gehörig, Sp .