λατύσσω (vgl. λάταξ ), klatschen, schlagen, Hesych . – Med ., πέρδικες λατυσσόμενοι πτερύγεσσιν , Opp. Cyn . 2, 437, u. pass ., ϑάλασσα λατυσσομένη πτερύγεσσιν , Hal . 1, 628.
αἰολό-δειρος , bunthalstg, Ibyc . 13; πέρδικες Opp. C . 2, 317.