κατακτάμεν ,
κατακτάμενος , s. κατακτείνω .
κατακτάμεναι ,
κατα-κτείνω (s. κτείνω ), ... ... inf . κατα κτάμεναι , Hes. Sc . 453 κακτάμεναι , u. κατακτάμεν; κατακτάμενος , mit pass. Bdtg, Od . 16, 106; aor. pass ...