πιτύϊνος , fichten , von der Fichte, κῶνοι , Fichtenzapfen, Ath . II, 57 c.
φρήν , ἡ , dor. φράν , gen . φρενός ... ... λακτίζει Aesch. Prom . 883; φρένας γὰρ εἰς αὐτὰς τυπείς 361; ἔτυψεν ὑπὸ φρένας, ὑπὸ λοβόν Eum . 153; ὁρῶμεν αὐτὴν πλευρὰν ὑφ' ἦπαρ ...