εἰκότως ( Adv . zu εἰκός) , wahrscheinlicher Weise, muthmaßlich; καὶ οὐκ ἀλόγως ἀποβέβηκεν Isocr . 4, 150; ὑποπτεύω Thuc . 3, 53; nach Gebühr, mit Recht, νέμων εἰκότως ἄδικα μὲν κακοῖς Aesch. Suppl . ...
κομίζω (von κομέω ), fut . κομίσω , att. ... ... 2, 33; ἡμέρας ἐσπείσατο ἐν αἷς εἰκὸς ἦν κομισϑῆναι , in denen sie muthmaßlich zurückkehren konnten, 2, 73; κομισϑέντα ἐκ Λακεδαίμονος Plat. Legg . ...