ἀ-σφαλής , ές (σφ ... ... 6, 15, s. Vor. – Adv . ἀσφαλέως, ἀσφαλῶς , fest, ohne zu wanken; οὐδέ μιν ἐκτὸς ἀταρπιτοῦ ἐστυφέλιξεν, ἀλλ' ἔμεν' ἀσφαλέως Od . ...
ἀν-αμάρτητος , der ... ... Xen. Cyr . 8, 7, 22. – Adv . ἀναμαρτήτως , ohne zu wanken, unveränderlich, Xen. Mem . 4, 3, 14.