ὀριγνάομαι , = ὀρέγομαι , sich reck en, strecken; ἔγχεσιν ἠδ' ἐλάτῃς αὐτοσχεδὸν ὠριγνῶντο , mit Speeren streckten sie ... ... τελαμῶνος; ποίας δόξης ὀριγνηϑῆναι , Isocr. ep . 6, 9; eben so D. C . 56, 6.