ἄῤ-ῥητος , ον , Eur . ἀῤῥήτη λώβα Hec . 201; 1) ungesagt, καί τι ἔπος προέηκεν ὅ πέρ τ' ἄρρητον ἄμεινον Od . 14, 466; ἄῤῥητα ἔστω τὰ εἰρημένα Plat. Conv . 189 ...
ἄ-πριστος , ungesägt, Qu. Sm . 12, 137.