προ-απ-εχθάνομαι (s. ἐχϑάνομαι) , sich vorher verfeinden, προαπεχϑησόμεϑα Dem . 14, 4.
δια-λέγω (s. λέγω ); bei Homer ... ... διαλέξομαι, διελέχϑην, διείλεγμαι ; futur . διαλεχϑήσομαι Dem 18, 252, διαλεχϑησόμεϑα Isocr . 9, 34; perf . διείλεγμαι z. B. ...