ταχινός , poet. statt ταχύς; Ἑρμῆς , Alex. Aet . 5, 11; λαγωσφαγίη , Agath . 28 (VI, 167); πόνος , Arab . 1 ( Plan . 39); ταχινά , adverbial, = τάχα .
σανδαράχη , ἡ , Alciphr . 1, 33, σανδαραχίζω u. σανδαράχινος , = σανδαράκη, σανδαρακίζω, σανδαράκινος .