παρα-βαφής , ές, = παραλουργής , Hesych.; in Phot. lex . steht παράβαφος .
χολό-βαφος , Poll . 2, 214, p . χολοίβαφος , = χολοβαφής , Sp.
χλοή-βαφος , hellgrün gefärbt, l. d . für χολήβαφος .
χολοί-βαφος , p . = χολόβαφος , Nic. Th . 444.
κοκκινοβαφής , ές , scharlachroth gefärbt; Ath . V, 196 b; bei Schol. pind. Ol . 6, 66 κοκκινόβαφος