βαρυ-όργητοι , Πιερίδες , schwer zürnend, Philod . 20 (V, 107).
κρούω (verwandt mit κρότος ), 1) schlagen, anschlagen , ... ... τοῖς ποσὶ τὴν γῆν Arr. An . 7, 1, 7; ähnl. Πιερίδες ἐν δαιτὶ ϑεῶν χρυσεοσάνδαλον ἴχνος ἐν γᾷ κρούουσαι Eur. I. A . ...
φλέγμα , τό , 1) Brand , Flamme, Hitze, Entzündung ... ... ἄγριον φλέγμα; u. bei Iul. Aeg . 6 (VI, 28), Πιερίδεσσιν ἐνήμεσε μυρία φλέγματα καὶ μυσαρῶν ἀπλυσίην ἐλέγων , bösartiger, giftiger Schleim, Geifer. ...