κύντατος , superl ., u. κύντερος , compar . ... ... – superl .; ὅ, τι κύντατον ἔρδοι Il . 10, 503; H. h. Cer . 306; κύντατ' ἄλγη Eur. Suppl . 807; sp. D ., ...
ἰθύντατα , Il . 18, 508, als superl . zu ἰϑύς .