ἴδᾱ , ἡ , ion. ἴδη , s. nom. pr.; – auch als Appellativum, Waldgebirge, Waldung, χώρη ὑψηλή τε καὶ ἴδῃσι συνηρεφής , Her . 1, 110 u. öfter; ἴδη ναυπηγήσιμος 5, 23; ἴδαν ἐς πολύδενδρον ...