καθ-ιερόω , ion. κατιρόω , heiligen, weihen; ἐμοὶ τραφείς τε καὶ καϑιερωμένος Aesch. Eum . 304; οἴκημα, τὴν ... ... . a. Sp . ἑαυτοὺς τῷ δαίμονι ὑπὲρ τῆς πατρίδος , se diis devovere.