κλῑμακίς , ίδος, ἡ , dim . von κλῖμαξ , kleine Leiter oder Treppe, Pol . 5, 97, 10; bes. am Schiffe, αἱ τῶν πλοίων ἀποβάϑραι B. A . 272, 18; Att. geew . – Bei ...
κλῑμάκιον , τό , dim . von κλῖμαξ , kleine Treppe, Leiter ; λεπτὰ κλιμάκια ποιούμενος πρὸς ταῠτ' ἀνεῤῥιχᾶτ' ἂν ἐς τὸν οὐρανόν Ar. Pax 69; ἀναβῆναί τι πρὸς κλιμάκιον Aristophon bei Ath . VI, 238 c ...