αίσχος , εος, τό , Schande, Schmach, Hom . nur αἶσχος, αἴσχεος, αἴσχεα , Od . 1, 229 νεμεσσήσαιτό κεν ἀνὴρ αἴσχεα πόλλ' ὁρόων , Il . 3, 242 αἴσχεα δειδιότες ...