ἴλλω (= εἴλω , vgl. auch εἰλέω, εἰλύω ), wälzen ... ... Soph. Ant . 340, mit den v.l . εἰλημένων u. παλλομένων , während die Pflüge sich wenden, mit kreisendem Pfluge, nicht activisch zu nehmen ...
... πάλλεται γερόντων , schlottert, Ar. Ran . 345; χαρὰν φλεγμονῆς δίκην παλλομένην , Plat. Ax . 368 c; Sp ., μόλις ἐπαύετο παλλόμενος καὶ τρέμων ἐπὶ πολλῶν ἀγώνων , Plut. ... ... Med . od. pass ., ἔλαχον πολιὴν ἅλα παλλομένων , Il . 15, 191, als geloos ...
... Hal . 4, 83; τῶν μέτα παλλόμενος κλήρῳ λάχον ἐνϑάδ' ἕπεσϑαι Il . 24, 400; allgemeiner, ... ... δεῦρο, τῷ κυάμῳ λαχών , Ar. Av . 1022; in Prosa, παλλομένων δὲ λαγχάνει ἐκ πάντων Βαγαῖος , Her . 3, 128; πάλῳ ...