μῡκάομαι , aor . ἔμυκον , perf . μέμῡκα , ... ... brüllen ; von Rindern, ταῦρος μεμυκώς , Il . 18, 580; πόρτιες μυκώμεναι , Od . 10, 413; κρέα δ' ἀμφ' ὀβελοῖς ἐμεμύκει ...