σπονδίτης , ὁ , fem . σπονδῖτις, = σπονδήτης, σπονδῖτις σταγών Gaetul . 3 (VI, 190).
σπονδήτης , ὁ , fem . σπονδῆτις , eine σπονδή verrichtend; Suid . hat σπονδῆτιν für σπονδῖτιν aus Gaetul . citirt.
σταγών , όνος, ἡ , der Tropfen; πηγαὶ κατεσβήκασιν, οὐδ ... ... Folgde; κυάνεαι , Flecken, Ael. H. A . 12, 24; σπονδῖτις , Gaetul . 3 (VI, 190), – An. Rh . 4 ...