κῦδος , τό , Ruhm, Ehre , bes. Kriegsruhm ; ἐκ δὲ Διὸς τιμὴ καὶ κῦδος ὀπηδεῖ Il . 17, 251, öfter; μάρνασϑ', ὁπποτέροισι πατὴρ Ζεὺς κῦδος ὀρέξει 5, 33, wie κῦδος ὀπάζειν 17, 630; ἐγγυαλίζειν , ...