νέμος , τό , der Weideplatz, die Viehweide; σκιερόν , Il . 11, 780; Soph. Ai . 408; übh. Waldung, Hain, nemus, Alc. Mess . 17 (VII, 55).
ὀργάς , άδος, ἡ , sc . γῆ , nach ... ... vrbdt εἰς τὰς ὀργάδας καὶ τὰ ἕλη καὶ τὰ ὕδατα ; bes. Aue, Viehweide, ποιμενίαν ἀν' ὀργάδα μέλπεται Ἀχώ , Satyr. Th . 2 ( ...