μοχθηρός , mühselig , kummervoll, elend ; γυναικῶν οἷον ὤπασας γένος μοχϑηρόν , Aesch. Spt . 239; πολλὰ καὶ μοχϑήρ' ἀνωφέλητ' ἐμοὶ τλάσῃ , Ch . 741; ζῶ βίον μοχϑηρόν , Soph. El . 589; Ar. Plut . ...
μέρμερος , ον , sorgenvoll, mühe-, kummervoll; bei Hom . μέρμερα ἔργα , Il . 8, 453. 10, 289. 524, u. ohne subst ., ἄνδρ' ἕνα τοσσάδε μέρμερ' ἐν ἤματι μητίσασϑαι, ὅσσ' Ἕκτωρ ἔῤῥεξε , 10, 48, ...