συάς , άδος, ἡ , gew. im plur . συάδες, = ὑάδες , Hesych .
ἀτιτάλλω , poet. = ἀτάλλω , aufziehen, pflegen, warten, παῖδα Od . 15, 450; σύας σιάλους 14, 41; γόνον Pind. N . 3, 56; ἵππων, ὅσσα γένεϑλ' ἀτιτήλατο μύριος αἶα Opp. C . 1, 271 ...
σῦς , ὁ u. ἡ , häufiger ὁ , ... ... Zucht- und Mastschweine, σίαλοι, χαμαιευνάδες u. ä.; acc. plur . σύας u. σῦς , dat . συσί u. σύεσσι , ...