ἀνά-πηρος , verstümmelt, verkrüppelt, χωλοὶ καὶ τυφλοὶ καὶ ἄλλοι ἀνάπηροι Plat. Crit . 53 a; βοίδια Hermipp. Ath . XII, 551 b; übertr., ψυχὴ πρὸς ἀλήϑειαν ἀνάπ . Plat. Rep . VII, 535 d ...
δια-φθείρω ; ep. fut . ... ... διεφϑαρμένος τὰ ὄμματα Plat. Rep . VII, 517 a; διέφϑαρτο , er war verkrüppelt, Her . 1, 34; οὐδὲν τρέσας, οὐδὲ διαφϑείρας οὔτε τοῠ χρώματος ...
διά-στροφος , verkehrt, verdreht, ... ... Ttach . 791; κόρας δ. ἑλίσσειν Eur. Bacch . 1120; ζῶα , verkrüppelt, Her. 1, 167; διάστροφος τοὺς ὀφϑαλμούς bei Ath . ...