βόσκω

[454] βόσκω, fut. βοσκήσω, we id en, das Vieh hüten; εἰμποδας βοῠς βόσκ' ἐν Περκώτ ῃ Iliad. 15, 548; τόσα πώεα οἰῶν, τόσσα συῶν συβόσια, τόσ' αἰπόλια πλατέ' αἰγῶν βόσκουσι ξεῖνοί τε καὶ αὐτοῦ βώτορες ἄνδρες Odyss. 14, 102; passiv. geweidet, gehütet werden, Odyss. 14, 104 ἔνϑα δέ τ' αἰπόλια πλατέ' αἰγῶν ἕνδεκα πάντα ἐσχατιῇ βόσκοντ', ἐπὶ δ' ἀνέρες ἐσϑλοὶ ὄρονται; Iliad. 17, 62 βοσκομένης ἀγέλης βοῦν; Odyss. 21, 49 ταῠρος βοσκόμενος λειμῶνι; 12, 355 βοσκέσκονϑ' ἕλικες καλαὶ βόες εὐρυμέτωποι, vgl. 12, 128 ff; von einer Insel wird Odyss. 9, 124 gesagt βόσκει δέ τε μηκάδας αἶγας; katachrestisch wird das Wort von einem Hirsche Odyss. 4, 338 gebraucht, ἔλαφος κνημοὺς ἐξερέῃσι καὶ ἄγκεα ποιήεντα βοσκομένη; von Vögeln Iliad. 15, 691, ὀρνίϑων πετεηνῶν ἔϑνος ποταμὸν πάρα βοσκομενάων, χηνῶν ἢ γεράνων ἢ κύκνων; von Seethieren, Odyss. 12, 97 καὶ εἴ ποϑι μεῖζον ἕλῃσιν κῆτος, ἃ μυρία βόσκει ἀγάστονος Ἀμφιτρίτη: von Menschen, Odyss. 11, 365 οἷά τε πολλοὺς βόσκει γαῖα μέλαινα πολυσπερέας ἀνϑρώπους; Odyss. 14, 325 καί νύ κεν ἐς δεκάτην γενεὴν ἕτερόν γ' ἔτι βόσκοι· τόσσα οἱ ἐν μεγάροις κειμήλια κεῖτο ἄνακτος; vom Bauche, Odyss. 18, 364 ὄφρ' ἂν ἔχῃς βόσκειν σὴν γαστέρ' ἄναλτον; 17, 559 σῖτον δὲ καὶ αἰτίζων κατὰ δῆμον γαστέρα βοσκήσεις. – So bes. bei Folgdn meist mit verächtlicher Nebenbedeutung, ἄνδρας ἀργούς Ar. Nubb. 330; ἐπικούρους Her. 6, 39; ναυτικὸν βόσκοντες Thuc. 7, 48; Sp.; – βόσκειν νόσον Soph. Phil. 313: übertr., ἐλπὶς βόσκει φυγάδας Eur. Phoen. 399; vgl. Soph. Ant. 1241. – Pass., geweidet werden, βοσκηϑείς Nic. Th. 34; vgl. Aesch. Ch. 226; Soph. Ai. 559; Plat. Rep. IX, 586 a; βοσκησεῖσϑαι Theocr. 5, 103. Aber τί, Aesch. Ag. 118, verzehren; sp. D. Uebh. schwelgen in etwas, περὶ δειρήν, ἐπὶ σοῖς ἅψεσι, P. Sil. 11. 30 (V, 272. 286). – βοσκητέον, man muß ernähren, Ar. Av. 1359.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 1, S. 454.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien: