δια-δαίομαι

[575] δια-δαίομαι medium (s. δαίομαι), vertheilen; in tmesi Il. 9, 333 διὰ παῦρα δασάσκετο, πολλὰ δ' ἔχεσκεν; Pind. O. 7, 75 διὰ γαῖαν τρίχα δασσάμενοι πατρωΐαν; διεδάσαντο τὴν ληΐην Her. 8, 121; ἐς φυλάς 4, 145; δεύματα κρεῶν Pind. Ol. 1, 51. – Vgl. διαδατέομαι.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 1, S. 575.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien:
Ähnliche Einträge in anderen Lexika