εὐ-μενής

[1080] εὐ-μενής, ές (μένος), gut gesinnt, wohlwollend, bes. von den Göttern, gnädig, ϑεοί Xen. Hell. 6, 4, 2; ἦτορ H. h. 21, 7; Κ ρονίδαι Pind. P. 2, 25; τύχη, νοῦς, Ol. 14, 16 P. 8, 19; εὐμενὴς ὁ Λύκειος ἔστω πάσᾳ νεολαίᾳ Aesch. Suppl. 669 u. oft; ὑμῖν δ' ἂν εἴη δῆμος εὐμενέστερος 483; von Sachen, ὀλολυγμὸν ἱερὸν εὐμενῆ παιάνισον Spt. 250; Σπερχειὸς ἄρδει πεδίον εὐμενεῖ ποτῷ Pers. 479; wie νέους ἕρποντας εὐμενεῖ πέδῳ Spt. 17; so Soph. u. Eur.; τὰ σφάγια δέξαι ταῖς γυναιξὶν εὐμενής Ar. Lys. 204; καὶ ἵλεως Plat. Phaedr. 257 a u. oft (wie Theocr. 5, 18); μετὰ τύχης εὐμενοῦς Legg. VII, 813 a; σύμμαχοι Rep. III, 416 b, wohlwollende, treue Bundesgenossen, wie Xen. u. A.; παρέσχετε τ ὴν γῆν εὐμενῆ ἐναγωνίσασϑαι τοῖς Ἕλλησιν Thuc. 2, 74; πρὸς πᾶσαν φιλοσοφίαν Plut. Lucull. 42; – τὸ τῶν ϑεῶν εὐμενές, = εὔνοια, Dem. 4, 45. – Von Heilmitteln, die einen wohlthätigen Einfluß auf Etwas ausüben, heilsam, zuträglich, Hippocr. u. a. Medic.; Plut.; ähnlich ἡ τραχεῖα ὁδὸς τοῖς ποσὶν ἀμαχεὶ ἰοῦσιν εὐμενεστέρα ἢ ὁμαλὴ τὰς κεφαλὰς βαλλομένοις, bequemer, Xen. An. 4, 6, 12. – Adv. εὐμενῶς, ϑεὸς εὐμ. προςδέρκεται Aesch. Ag. 926; ἡδέως καὶ εὐμ. τὸν λόγον ἀπεδέξατο Plat. Phaed. 89 a; ἀκούειν Rep. X, 607 d u. A.; εὐμενεστέρως διατεϑῆναι Isocr. 4, 43; εὐμενέστερον, Eur. Hel. 1298 u. A.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 1, S. 1080.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien: