κάματος

[1316] κάματος, ὁ (καμεῖν), 1) Mühe, Drangsal, Anstrengung; ἄτερ καμάτοιο τέλεσσαν Od. 7, 325; πολυάϊξ, vom Kriege, Il. 5, 810; die auf Anstrengung folgende Erschöpfung, Entkräftung, wie sie sich in den Gliedern, bes. den Knieen äußert, ὁππότε κέν μιν γυῖα λάβῃ κάματος Il. 4, 230, γούναϑ' ἵκοιτο 13, 711; κάματος δ' ὑπὸ γούνατ' ἐδάμνα 21, 52; καμάτῳ φίλα γυῖα λέλυντο 13, 85; αἴϑρῳ καὶ καμάτῳ δεδμημένον Od. 14, 318; ὕπνῳ καὶ καμάτῳ ἀρημένος 6, 2; ὁμοῦ καμάτῳ τε καὶ ἄλγεσι ϑυμὸν ἔδοντες 9, 75. – Pind. ὄλβος ἄνευ καμάτου οὐ φαίνεται P. 12, 28, ohne Anstrengung; παῦροι ἐν πόνῳ πιστοὶ βροτῶν καμάτου μεταλαμβάνειν N. 10, 79; δυςπενϑής P. 12, 10; νώδυνος N. 8, 50; οὐδέποτ' ἐκ καμάτων ἀποπαύσομαι Soph. El. 128, vgl. O. R. 174 O. C. 1234, überall im Chor; εἰς γῆν γόνυ καμάτῳ καϑεῖσαν Eur. I. T. 333; sp. D. Auch in sp. Prosa, πολλοὺς καμάτους ὑπομείνας καὶ τραύματα Luc. Macrob. 22; καμάτοις καὶ φροντίσι τετρυχωμένος Hdn. 1, 3, 1; Krankheit, Poll. 3, 104, neben ἀῤῥωστία; D. Hal. 10, 53 οὔτε τῶν ἰατρῶν ἀρκούντων ἔτι βοηϑεῖν τοῖς καμάτοις. – 2) das mühsam Erarbeitete, das mit Anstrengung Erworbene; ἄλλοι δ' ἡμέτερον κάματον νήποινον ἔδουσιν Od. 14, 417; Hes. Th. 599; das Werk, βόμβυκας ἔχων, τόρνου κάματον Aesch. frg. 51; σάνδαλα, ἐρατὸν σκυτοτόμων κάματον Ant. Sid. 21 (VI, 206), vgl. 52 (IX, 58).

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 1, S. 1316.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien: