μετα-δίδωμι

[146] μετα-δίδωμι (s. δίδωμι), 1) mittheilen, theilnehmen lassen, τινί τινος, Jemanden an Etwas; Theogn. 104; μεταδιδούς σοι πόνων ἐμῶν, Eur. Or. 281, öfter; δόξης μετάδος, I. T. 1030; αὐτῷ μεταδοῦναι τῶν κιχλῶν, Ar. Ach. 925; οὐ μεταδώσουσι αὐτοῖς τῆς ἀρχῆς, Her. 7, 150; γῆς μετέδοσαν, 4, 145, öfter; τί ἡμῖν οὐ μεταδίδοτον τῶν λόγων, Plat. Lys. 211 c; νῦν δέ μοι μετάδος τῶν ταινιῶν, Conv. 213 d; adj. verb., ἀρετῆς σοι μεταδοτέον τοῖς πολίταις, Alc. I, 134 b; τινὶ ὧν ἔλαβεν, Isocr. 4, 29; selten c. acc., wie δυοῖν αὐτοῖς μοιρῶν τὴν ἑτέραν χρὴ δόξῃ μεταδιδόναι σχεδόν, Plat. Epin. 981 e; εἰ μὴ μεταδοῖεν πυρούς, Xen. An. 4, 5, 5, wo ein Mittheilen des ganzen Vorraths gemeint ist; auch ἵνα μὴ μεταδοῖεν τὸ μέρος, 7, 8, 11; Sp. überall; – μεταδοῦναι τοῖς φίλοις ὑπέρ u. περί τινος, Mittheilungen machen, mit ihnen berathschlagen, Pol. 29, 11, 4. 39, 2, 1. – 2) nachher, hinterdrein geben, Theogn. 925.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 2, S. 146.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien: