περι-κλείω

[579] [579] περι-κλείω (s. κλείω), ion. περικληΐω, u. altatt. περικλῄω, umschließen, rings einschließen; πεδίον περικεκληϊμένον οὔρεϊ πάντοϑεν, Her. 3, 117, vgl. 7, 129; ὑπὸ τοῦ πλήϑους περικλῃόμενοι, Thuc. 2, 100; u. im med., περικλῄσασϑαι τὰς ναῠς, 7, 52; Sp., wie Pol. 1, 53, 10; εἰς ἀνενεργησίαν περικλείεσϑαι, S. Emp. adv. eth. 162.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 2, S. 579-580.
Lizenz:
Faksimiles:
579 | 580
Kategorien: