πρυτανικός

[802] πρυτανικός, zum πρύτανις oder zur πρυτανεία gehörig, ἐν στολαῖς λευκαῖς, ἃς μέχρι καὶ νῠν καλοῠσι πρυτανικὰς ἐσϑῆτας, Ath. IV, 149 d.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 2, S. 802.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien: