πρωτεῖον

[804] πρωτεῖον, τό, = πρωτεία; bes. im plur., der erste Preis, Siegespreis, Plat. Phil. 22 e 33 c; τὸ πρωτεῖον εἶχε, neben προειστήκει τῶν ἄλλων Ἑλλήνων, Dem. 10, 74; ἀεὶ περὶ πρωτείων καὶ τιμῆς καὶ δόξης ἀγωνιζομένην πόλιν, 18, 66; Folgde; στασιάζειν περὶ τῶν ἐν ταῖς μάχαις πρωτείων, Pol. 1, 24, 3, wie ἡ τῶν πρωτείων ἅμιλλα, 6, 47, 8; τῶν ἀγώνων, 18, 11, 4; Sp., wie Luc., περὶ τῶν πρωτείων ἁμιλλᾶσϑαι Tox. 22.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 2, S. 804.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien: