σαφής

[866] σαφής, ές (vgl. sapio, σοφός), klar, einleuchtend, verständlich, deutlich, auch zuverlässig, wahrhaft; H. h. Merc. 208; ἀρετά, Pind. I. 1, 22; τέκμαρ, N. 11, 43; τέϑμιον σαφέστατον, I. 5, 20; σαφεῖ δὲ μύϑῳ πᾶν πεύσεσϑε, Aesch. Prom. 644; σαφὴ ς ἔτυμος ἄγγελος, Spt. 82, u. oft; μάντις, Soph. O. R. 390; μῠϑος, Eur. Med. 72; φίλος, Or. 1155; τῶν φίλων τεκμήριον σαφές, Hipp. 926, u. oft; βάσανος, Plat. Legg. XII, 957 d; σαφὲς τοῠτό γε παντί, ὅτι, Phaedr. 239 e; καὶ βέβαιον, 275 c; καὶ ἀψευδὲς πρᾶγμα, Legg. XI, 291 b; ἐναργὲς καὶ σαφὲς παράδειγμα, Dem. 19, 263; π ρόνοια δ' ἐστὶν οὐδενὸς σαφής, Soph. O. R. 978; σαφῆ σημεῖα φαίνεις, El. 23; ἆρ' ἔνδηλα καὶ σαφῆ λέγω; Ant. 401 u. soust; τὸ σαφές, Thuc. 1, 22. – Adv. σαφῶς, ion. σαφέως, H. h. Cer. 149; bes. bei den Verbis »wissen« u. »sagen«; σαφὲς λέγειν, Pind. Ol. 13, 45; φάναι, ib. 103; ίμαϑε σαφές, P. 2, 25; ϑαέομαι σαφές, 8, 45; ἴστω σαφές, I. 6, 27; σαφῶς ἐκμάνϑανε, Aesch. Prom. 819; εὖ γὰρ σαφῶς τάδ' ἴστε, Pers. 770; ὡς ἂν εἰδὼς ἐννέπω σαφέστερον, Suppl. 908, u. öfter; παρ' οὗ τις ἂν σκοπῶν τάδ' ἐκμάϑοι σαφέστατα, Soph. O. R. 286; u. so Eur., Ar. u. a. D. bei »sagen« u. »wissen«, wie in Prosa: οὐδὲν εἶχε σαφὲς λέγειν, Plat. Conv. 172 d; σαφῶς οὐκ ἤδη μανϑάνω τὸ ὰμάρτημα, Phaedr. 242 c; σαφῶς μοι καὶ ἀκριβῶς λέγε, Rep. I, 336 d; ὡς σαφέ στατα ἀπαγγεῖλαι, Phaed. 58 d, u. oft; οὐδέν πω σαη ὲς λίγεται, Xen. Cyr. 2, 1, 5; σαφῶς λὲγε, 3, 1, 12; εἰδέναι, 1, 6, 19; ἀπολωλέναι, offenbar, unstreitig, 3, 2, 15; σαφῶς ἐπιδείκνυμι, Isocr. 4, 119; u. Sp., σαφῶς κατανοεῖν Pol. 1, 12, 9.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 2, S. 866.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien: