σπάνιος

[916] σπάνιος, wie σπανός, selten, wenig, dürstig; μέρος, Eur. Alc. 477; ϑήρευμα, I. A. 1162, u. öfter; οὐδὲν ἐγίνετο πλοίων σπανιώτερον, Her. 8, 25; Thuc. 1, 33 u. öfter; τὸ γὰρ σπάνιον τίμιον, Plat. Euthyd. 304 b; οἴει τι σπανιώτερον εἶναι, ἤ –, Phaed. 90 a; ὁ νομοϑέτης σπανιώτατος ἐν ἀνϑρώποις γίγνεται, Crat. 389 a; oft bei Xen., z. B. σπάνιος ἰδεῖν Cyr. 7, 5, 46; γέρας, Antiphil. 8 (VI, 252); S. Emp. oft. – Adv. σπανίως, Xen. Ag. 9, 1; auch σπανίᾳ, Plat. Phaedr. 256 c.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 2, S. 916.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien: