ἀθλο-φόρος

[47] ἀθλο-φόρος, = ἀεϑλοφόρος, den Kampfpreis davontragend, erringend, Hom. Iliad. 11, 699 τέσσαρςς ἀϑλοφόροι ἵπποι, 9, 124. 266 δώδεκα δ' ἵππους πηγοὺς ἀϑλοφόρους, οἳ ἀέϑλια ποσσὶν ἄροντο;ἄνδρες Pind. Ol. 7, 7 u. Sp. D.; νίκη Mel. 123 (VII, 428).

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 1, S. 47.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien: