ἀμφι-μέλαινα

[141] ἀμφι-μέλαινα, Hom. nur φρένες ἀμφιμέλαιναι, fünfmal, μένεος πίμπλαντο Il. 1, 103 Od. 4, 661, ἀλκῆς καὶ σϑένεος πλῆτο φρένας ἀμφ. Il. 17, 499, ἄχος πύκασε φρένας ἀμφ. 17, 83, ϑάρσευς πλῆσε φρένας 17, 573; Bedtg unsicher; eigentl. = ringsum schwarz; wahrscheinl. = dicht behaart, wie λάσιον κῆρ, λάσιαι φρένες; – κόνις Theodorid. 15 (VII, 738), Asche.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 1, S. 141.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien: